- βρικολακιάζω
- [βρικόλακας]1. γίνομαι βρικόλακας2. (η μτχ. παθ. παρκμ.) βρικολακιασμένος, -ηα) αυτός που έγινε βρικόλακαςβ) ο καταραμένος και μετά τον θάνατό του, αυτός που είθε να γίνει βρικόλακας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρικολακιάζω — βρικολακιάζω, βρικολάκιασα, βρικολακιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βρικολακιάζω — ιασα, βρικολακιασμένος 1. γίνομαι βρικόλακας: Λένε πως όσοι νεκροί μένουν άταφοι, βρικολακιάζουν. 2. μτφ. (για καταστάσεις, αντιλήψεις και θεσμούς νεκρούς και ανεπιθύμητους), αναβιώνω, ζωντανεύω: Κάθε τόσο βρικολακιάζουν πολλοί θεολογικοί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουρδουλακιάζω — βρικολακιάζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρικολάκιασμα — το [βρικολακιάζω] το να γίνει κάποιος βρικόλακας … Dictionary of Greek
καταχανεύω — [καταχανάς] γίνομαι βρικόλακας, βρικολακιάζω … Dictionary of Greek